- πυριτικός
- -ή, -ό, Ν [πυρίτιο]χημ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πυρίτιο2. (για χημικές ουσίες) αυτός που περιέχει πυρίτιο3. φρ. α) «πυριτικά ορυκτά»(ορυκτ.) ενώσεις πυριτίου και οξυγόνου οι οποίες αποτελούν τα κύρια συστατικά τών πετρωμάτων που σχηματίζουν τον στερεό φλοιό τής Γηςβ) «πυριτικά πετρώματα»(πετρογρ.) ομάδα ιζηματογενών πετρωμάτων που αποτελούνται κυρίως ή σχεδόν εξ ολοκλήρου από διοξείδιο τού πυριτίου με τη μορφή είτε χαλαζία είτε άμορφου διοξειδίου τού πυριτίου και χριστοβαλίτη, και τα οποία σχηματίζονται από χημική καθίζηση, εκτός από αυτά που έχουν κλαστική ή θραυσματογενή προέλευσηγ) «πυριτική ιλύς»(γεωλ.-ωκεαν.) ασύνδετο ίζημα βαθιών θαλασσών στο οποίο βιολογικά υπολείμματα, που αποτελούνται από διοξείδιο τού πυριτίου με τη μορφή απαλίου, απαντούν σε ποσοστό πάνω από 30%δ) «φυσική πυριτική ύαλος»(ορυκτ.) διοξείδιο τού πυριτίου το οποίο έχει την ίδια χημική σύσταση με τα ορυκτά κοεσίτη, χριστοβαλίτη, κεατίτη, χαλαζία και τριδυμίτη, αλλά διαφορετική κρυσταλλική δομή, αλλ. λεσσατελιερίτηςε) «μετεωριτική πυριτική ύαλος»(ορυκτ.) ποικιλία τού λεσσατελιερίτη, που σχηματίζεται όταν το γήινο πυρίτιο τήκεται λόγω τής υψηλής θερμοκρασίας και πίεσης που δημιουργούνται από την πρόσπτωση μεγάλων μετεωριτώνστ) «πυριτικό οξύ»χημ. ανόργανη χημική ένωση αποτελούμενη από πυρίτιο, οξυγόνο και υδρογόνο, η δομή τής οποίας απαντά σε μεγάλο αριθμό ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσηςζ) «πυριτικός επίπαγος»γεωλ. αποσκληρωμένος φλοιός, πλούσιος σε διοξείδιο τού πυριτίου, ο οποίος σχηματίζει ένα λεπτό, σκληρό στρώμα μέσα ή πάνω στο έδαφος.
Dictionary of Greek. 2013.